- ασυγχρόνιστος
- -η, -ο [συγχρονίζω]1. αυτός που δεν είναι συγχρονισμένος, που δεν γίνεται συγχρόνως με κάτι άλλο2. ο αναχρονιστικός3. ασύγχρονος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ασυγχρόνιστος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν είναι συγχρονισμένος, προσαρμοσμένος στο πνεύμα της εποχής, οπισθοδρομικός: Η νομοθεσία της χώρας μας σε πολλά σημεία μένει ασυγχρόνιστη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καθυστερημένος — η, ο 1. ασυγχρόνιστος, μη φιλοπρόοδος, οπισθοδρομικός: Ορισμένοι άνθρωποι είναι πολύ καθυστερημένοι. 2. αργοπορημένος: Πάλι καθυστερημένος έρχεσαι στο σχολείο σου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)